θειόλυση

θειόλυση
η
(βιοχ.)
το τελευταίο στάδιο στην οξείδωση τών λιπαρών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thiolyse < thio- (πρβλ. θείο(ΙΙ) + lyse (πρβλ. λύση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”